- ακρολέπια
- Γένος εντόμων του αθροίσματος των μικρολεπιδοπτέρων, της οικογένειας των τινεϊδών. Το κεφάλι τους έχει σκληρές τρίχες, τα μπροστινά τους φτερά είναι κοφτερά και στενά με δώδεκα νευρώσεις και τα εσωτερικά τους λογχοειδή με μακριά κρόσσια. Τα έντομα αυτά τρέφονται με διάφορες φυτικές ουσίες και οι χρυσαλλίδες τους έχουν σώμα μακρύ και στο πίσω μέρος πολύ λεπτό. Η ράχη τους παρουσιάζει αυλακώσεις, ενώ το πάνω μέρος της κοιλιάς τους είναι λείο και το λέπι τους ευρύ με δύο μικρές βούλες. Τα αντιπροσωπευτικότερα είδη των εντόμων αυτών είναι ηα. η διφθερουργός, που έχει κίτρινο χρώμα με δυο-τρεις σκούρες κηλίδες στα φτερά της, ηα. η τριαινοειδής, που ζει μέσα σε αποθήκες, σε κοιλώματα των τοίχων κλπ. Άλλο γνωστό είδος είναι η α. η τριχοβόρος, που κατατρώει τα ρούχα, τα γουναρικά κλπ. και η α. των κόκκων, που προσβάλλει τους ξερούς καρπούς και τον καρπό του σιταριού.
Dictionary of Greek. 2013.